Μετάβαση στο περιεχόμενο

legal

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός legal
συγκριτικός more legal
υπερθετικός most legal

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈliː.ɡəl/
ΔΦΑ : /ˈliɡəl/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

legal (en)

  1. νομικός, δικαστικός, ένδικος, που συνδέεται με το νόμο
      It was a mock trial and it had no legal force.
    Ήταν μια εικονική δίκη και δεν είχε νομική ισχύ.
      After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
      Every legal means was used for his defense.
    Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
  2. νόμιμος, θεμιτός, που επιβάλλεται ή επιτρέπεται από το νόμο
      Is it legal for anyone to sell drugs?
    Είναι νόμιμο να πουλάει κανείς ναρκωτικά;

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]