legality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
legality | legalities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]legality (en)
- (μη μετρήσιμο) η νομιμότητα, το να είναι κάποιος ή κάτι νόμιμο(ς)
- ⮡ The legality of abortions differs from country to country.
- Η νομιμότητα των εκτρώσεων διαφέρει από χώρα σε χώρα.
- ⮡ The legality of abortions differs from country to country.
- (συνήθως πληθυντικός) η νομική λεπτομέρεια, η νομική πτυχή κάτι
- ⮡ You need a lawyer to explain all the legalities of the contracts.
- Χρειάζεσαι έναν δικηγόρο για να σου εξηγήσει όλες τις νομικές λεπτομέρειες/πτυχές των συμβολαίων.
- ⮡ You need a lawyer to explain all the legalities of the contracts.