lekarka
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lekarka < leczyć
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lekarka (pl) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη leczyć
lekarka (pl) θηλυκό
→ δείτε τη λέξη leczyć