Μετάβαση στο περιεχόμενο

lenient

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός lenient
συγκριτικός more lenient
υπερθετικός most lenient

Επίθετο

[επεξεργασία]

lenient (en)

  • επιεικής
      He has lenient parents.
    Έχει επιεικείς γονείς.
      She seemed very lenient towards the defendant.
    Φάνηκε πολύ επιεικής προς τον κατηγορούμενο.

Σύνθετα

[επεξεργασία]