lenient
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | lenient |
συγκριτικός | more lenient |
υπερθετικός | most lenient |
Επίθετο
[επεξεργασία]lenient (en)
- επιεικής
- ⮡ He has lenient parents.
- Έχει επιεικείς γονείς.
- ⮡ She seemed very lenient towards the defendant.
- Φάνηκε πολύ επιεικής προς τον κατηγορούμενο.
- ⮡ He has lenient parents.