lenticulaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lenticulaire | lenticulaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
lenticulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lenticulaire | lenticulaires |
lenticulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό