leper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

leper (en)

  1. λεπρός, αυτός που πάσχει από λέπρα
  2. (μεταφορικά) ο κοινωνικά απόβλητος, ο περιθωριοποιημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]