Μετάβαση στο περιεχόμενο

lerniginta

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lerniginta (eo)

  • αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος lernigi