levant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Levant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

levant (fr) αρσενικό

  1. η ανατολή (το μέρος του ορίζοντα απ' όπου βγαίνει ο ήλιος)
     συνώνυμα: est, orient
     αντώνυμα: couchant, occident, ouest, ponant

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό levant levants
θηλυκό levante levantes

levant (fr)

  1. ανατέλλων (μιλώντας για τον Ήλιο)
  2. που προκαλεί το φούσκωμα της ζύμης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]