levant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]levant (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | levant | levants |
θηλυκό | levante | levantes |
levant (fr)
![]() |
levant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | levant | levants |
θηλυκό | levante | levantes |
levant (fr)