leven
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
leven
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
leven
(nl)
ζωή
,
βίος
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (ολλανδικά)
Ολλανδική γλώσσα
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Κατηγορίες
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
ᏣᎳᎩ
Čeština
Cymraeg
Dansk
English
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Polski
Română
Русский
Gagana Samoa
Svenska
ไทย
Tagalog
Türkçe
Tiếng Việt
中文