Μετάβαση στο περιεχόμενο

levier

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
levier leviers

levier (fr) αρσενικό