levreau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
levreau | levreaux |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]levreau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό του λαγού, το λαγουδάκι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
levreau | levreaux |
levreau (fr) αρσενικό