levreau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| levreau | levreaux |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]levreau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό του λαγού, το λαγουδάκι
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| levreau | levreaux |
levreau (fr) αρσενικό