levreau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
levreau levreaux

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

levreau (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Η ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1990 προτείνει τη λέξη levreau αντί της levraut για την εναρμόνιση της ορθογραφίας με τις άλλες λέξεις που καταλήγουν σε -eau. Φυσικά, οι δύο παραλλαγές θεωρούνται ισότιμες.