lex
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lex < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lex (la) θηλυκό
- (νομικός όρος) ο νόμος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lex | legēs |
γενική | legis | legum |
δοτική | legī | legibus |
αιτιατική | legem | legēs |
κλητική | lex | legēs |
αφαιρετική | lege | legibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- lex - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.