Μετάβαση στο περιεχόμενο

lexique

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lexique lexiques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lexique (fr) αρσενικό

  1. λεξιλόγιο
  2. ορολογία