liaise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

liaise < γαλλική liaison < λατινική ligatio < ligo

Ρήμα[επεξεργασία]

liaise (en)

  1. συνεργάζομαι
  2. διαμεσολαβώ υπέρ του διαλόγου, διευκολύνω τον διάλογο και την επικοινωνία, δρω ως δίαυλος