liaise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
liaise (en)
- συνεργάζομαι
- διαμεσολαβώ υπέρ του διαλόγου, διευκολύνω τον διάλογο και την επικοινωνία, δρω ως δίαυλος