libera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | libera | liberaj |
αιτιατική | liberan | liberajn |
libera (eo)
- mi havas liberan tempon por... - έχω ελεύθερο χρόνο για...
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
libera (ro)