liberate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
liberate (en)
- ελευθερώνω
- απελευθερώνω
- κλέβω (ευφημισμός)