liberiano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liberiano | liberianoj |
αιτιατική | liberianon | liberianojn |
liberiano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liberiano | liberianoj |
αιτιατική | liberianon | liberianojn |
liberiano (eo)