librairie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
librairie | librairies |
librairie (fr) θηλυκό
- το βιβλιοπωλείο
ενικός | πληθυντικός |
librairie | librairies |
librairie (fr) θηλυκό