libreto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | libreto | libretoj |
αιτιατική | libreton | libretojn |
libreto (eo)
- βιβλιαράκι, μικρό βιβλίο