Μετάβαση στο περιεχόμενο

libretto

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
libretto librettos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

libretto (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) λιμπρέτο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

libretto (pl)

  1. λιμπρέτο