licença
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
licença | licenças |
licença (pt) θηλυκό
- η άδεια
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
licença | licenças |
licença (pt) θηλυκό