licenciement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- licenciement < licencier
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
licenciement | licenciements |
licenciement (fr) αρσενικό