license
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
license (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
license | licenses |
license (en)
- η άδεια, το έγγραφο που σου επιτρέπει να κάνεις κάτι
- ↪ driver's licence - άδεια (δίπλωμα) οδήγησης
- (λογισμικό) άδεια (χρήσης λογισμικού)
- ※ A license tells others what they can and can't do with your code. (από GitHub)
- Μία άδεια λέει σε άλλους τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν με τον κώδικά σας.
- δείτε επίσης: Software license στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ A license tells others what they can and can't do with your code. (από GitHub)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
license στην αγγλική Βικιπαίδεια