Μετάβαση στο περιεχόμενο

license

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlaɪsəns/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
license licenses

license (en)

  1. το δίπλωμα, η άδεια, το έγγραφο που σου επιτρέπει να κάνεις κάτι
      I have a license, but I don't have a car.
    Έχω δίπλωμα, αλλά δεν έχω αυτοκίνητο.
      driver's license - δίπλωμα/άδεια οδήγησης
  2. (λογισμικό) η άδεια χρήσης λογισμικού
      A license tells others what they can and can't do with your code.
    Μία άδεια λέει σε άλλους τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν με τον κώδικά σας.
    δείτε επίσης: Software license στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας license
γ΄ ενικό ενεστώτα licenses
αόριστος licensed
παθητική μετοχή licensed
ενεργητική μετοχή licensing

license (en)

  • αδειοδοτώ, χορηγώ/δίνω άδεια ή λαμβάνω/έχω άδεια, ειδικά επίσημη άδεια για να κάνω, να κατέχω ή να χρησιμοποιήσω κάτι
      The municipality controls and licenses construction projects.
    Ο δήμος ελέγχει και αδειοδοτεί τις κατασκευές.
      They had licensed the firm to produce the drug.
    Είχαν χορηγήσει άδεια/δώσει άδεια στην εταιρεία να παράγει το φάρμακο.
      The new drug has not yet been licensed in the US.
    Το νέο φάρμακο δεν έχει ακόμη λάβει άδεια στις Ηνωμένες Πολιτείες.
      Are you licensed to sell wine?
    Έχετε άδεια να πουλάτε κρασί;

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]