Μετάβαση στο περιεχόμενο

licensed

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

licensed (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που έχει επίσημη άδεια να κατέχει
      Is this gun licensed?
    Έχει άδεια αυτό το όπλο;
  2. που έχει επίσημη άδεια να κάνει κάτι
      She is licensed to fly solo.
    Έχει άδεια να πετάξει μόνη της.
  3. αδειούχος, που έχει αποκτήσει την άδεια για να ασκήσει ένα επάγγελμα
      He is a licensed truck driver/electrician.
    Είναι αδειούχος οδηγός φορτηγού/ηλεκτρολόγος.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

licensed (en)