licet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- licet < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]licet (la) (απρόσωπο) (licet-licuit (& licitum est)-(licitum)-licere)
licet (la) (απρόσωπο) (licet-licuit (& licitum est)-(licitum)-licere)