licet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
licet < λείπει η ετυμολογία

licet (la) (απρόσωπο) (licet-licuit (& licitum est)-(licitum)-licere)