lieutenant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lieutenant (en)
- (στρατιωτικός βαθμός) (στρατιωτικός όρος) υπολοχαγός, υποσμηναγός, υποπλοίαρχος, υπαστυνόμος, υπαρχηγός αστυνομίας
- υπαρχηγός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lieutenant | lieutenants |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lieutenant (fr) αρσενικό