lieutenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lieutenant (en)
- (στρατιωτικός βαθμός) (στρατιωτικός όρος) υπολοχαγός, υποσμηναγός, υποπλοίαρχος, υπαστυνόμος, υπαρχηγός αστυνομίας
- υπαρχηγός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lieutenant | lieutenants |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lieutenant (fr) αρσενικό