lighten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | lighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lightens |
αόριστος | lightened |
παθητική μετοχή | lightened |
ενεργητική μετοχή | lightening |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]lighten (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 30. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλαφραίνω