Μετάβαση στο περιεχόμενο

lighting

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lighting lightings

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lighting < light + -ing

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lighting (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο φωτισμός, το είδος του φωτός
      natural/artificial lighting - φυσικός/τεχνητός φωτισμός
      The lighting in the room is inadequate.
    Ο φωτισμός της αίθουσας είναι ανεπαρκής.
  2. (μη μετρήσιμο) ο φωτισμός, τα φωτιστικά, το σύνολο των συσκευών που εκπέμπουν φως σε συγκεκριμένο χώρο
      the city/square/stadium lighting - ο φωτισμός της πόλης/της πλατείας/του σταδίου
      ceiling lighting - φωτιστικά οροφης
  3. ο φωτισμός, κάνω κάτι να εκπέμπει φως
      This year's lighting of the large Christmas tree takes place in the city center.
    Στο κέντρο της πόλης γίνεται ο φετινός φωτισμός του μεγάλου Χριστουγεννιάτικου δέντρου.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lighting (en)