lighting
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lighting | lightings |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lighting (en)
- (μη μετρήσιμο) ο φωτισμός, το είδος του φωτός
- ⮡ natural/artificial lighting - φυσικός/τεχνητός φωτισμός
- ⮡ The lighting in the room is inadequate.
- Ο φωτισμός της αίθουσας είναι ανεπαρκής.
- (μη μετρήσιμο) ο φωτισμός, τα φωτιστικά, το σύνολο των συσκευών που εκπέμπουν φως σε συγκεκριμένο χώρο
- ⮡ the city/square/stadium lighting - ο φωτισμός της πόλης/της πλατείας/του σταδίου
- ⮡ ceiling lighting - φωτιστικά οροφης
- ο φωτισμός, κάνω κάτι να εκπέμπει φως
- ⮡ This year's lighting of the large Christmas tree takes place in the city center.
- Στο κέντρο της πόλης γίνεται ο φετινός φωτισμός του μεγάλου Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
- ⮡ This year's lighting of the large Christmas tree takes place in the city center.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]lighting (en)