lignite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lignite (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lignite | lignites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lignite (fr) αρσενικό
- ο λιγνίτης