likelihood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

likelihood < likely + -hood

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

likelihood (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η πιθανότητα
    In all likelihood he will come/it will rain/he will agree.
    Κάτα πάσα πιθανότητα θα έρθει/θα βρέξει/θα συμφωνήσει.
    What is the likelihood?
    Τι πιθανότητες υπάρχουν;

Πηγές[επεξεργασία]