likelihood
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]likelihood (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η πιθανότητα
- ↪ In all likelihood he will come/it will rain/he will agree.
- Κάτα πάσα πιθανότητα θα έρθει/θα βρέξει/θα συμφωνήσει.
- ↪ What is the likelihood?
- Τι πιθανότητες υπάρχουν;
- ↪ In all likelihood he will come/it will rain/he will agree.
Πηγές
[επεξεργασία]- likelihood - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 703-704. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιθανότητα