likeness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]likeness (en)
- η ομοιότητα
- η ομοίωση
- ↪ in our image, after our likeness - κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν
- η εξωτερική μορφή, το εξωτερικό περίβλημα
- αυτό που μοιάζει με κάτι