lilas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lilas | lilas |
lilas (fr) αρσενικό άκλιτο
- η πασχαλιά (το λουλούδι)