limp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- (επίθετο) limp < (κληρονομημένο) μέση αγγλική limp
- (ουσιαστικό) limp < επίθετο
- (ρήμα) limp < (κληρονομημένο) μέση αγγλική limpen
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | limp |
συγκριτικός | limper |
υπερθετικός | limpest |
limp (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
limp | limps |
limp (en) (συνήθως ενικός)
- η χωλότητα, η κουτσαμάρα
- ⮡ A limp is a form of disability.
- Η χωλότητα/κουτσαμάρα είναι μια μορφή αναπηρίας.
- ⮡ A limp is a form of disability.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | limp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | limps |
αόριστος | limped |
παθητική μετοχή | limped |
ενεργητική μετοχή | limping |
limp (en)
- (αμετάβατο) κουτσαίνω, περπατώ αργά ή με δυσκολία γιατί έχει τραυματιστεί το ένα πόδι
- ⮡ He came off of the field limping.
- Βγήκε από το γήπεδο κουτσαίνοντας.
- ⮡ He came off of the field limping.