limpo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | limpo | limpos |
θηλυκό | limpa | limpas |
limpo (pt)
- (για ουρανό) ξεκάθαρος
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | limpo | limpos |
θηλυκό | limpa | limpas |
limpo (pt)