lingüística
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| lingüística | lingüísticas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]lingüística < lingüístico
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liŋˈɡwis.t̪i.ka/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lingüística (es) θηλυκό
- γλωσσολογία
- ※ «Desde entonces, la posibilidad de trasladar analogías estructurales de la lingüística a la música depende de que haya una semejanza entre ambas, aunque el intento provocó (en su oportunidad) críticas muy severas».
- «Lingüística» Τύπος: Castillo Ponce, Gonzalo [Καστίγιο Πόνθε, Γκονσάλο], «Consonancias y disonancias. Filosofía y música en el fin de milenio» [«Συμφωνίες και δυσαρμονίες. Φιλοσοφία και μουσική στο τέλος της χιλιετίας.»]. 2001.
- «Από τότε, η δυνατότητα μεταφοράς δομικών αναλογιών από τη γλωσσολογία στη μουσική εξαρτάται από την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ τους, αν και η προσπάθεια προκάλεσε (εκείνη την εποχή) πολύ αυστηρή κριτική.»
- «Lingüística» Τύπος: Castillo Ponce, Gonzalo [Καστίγιο Πόνθε, Γκονσάλο], «Consonancias y disonancias. Filosofía y música en el fin de milenio» [«Συμφωνίες και δυσαρμονίες. Φιλοσοφία και μουσική στο τέλος της χιλιετίας.»]. 2001.
- ≈ συνώνυμα: glotología
- ※ «Desde entonces, la posibilidad de trasladar analogías estructurales de la lingüística a la música depende de que haya una semejanza entre ambas, aunque el intento provocó (en su oportunidad) críticas muy severas».
Πηγές
[επεξεργασία]- lingüística - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] (στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]lingüística (es) θηλυκό
- θηλυκό του lingüístico