Μετάβαση στο περιεχόμενο

lingüística

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: linguística

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
lingüística lingüísticas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

lingüística < lingüístico

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liŋˈɡwis.t̪i.ka/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lingüística (es) θηλυκό

  • γλωσσολογία
      «Desde entonces, la posibilidad de trasladar analogías estructurales de la lingüística a la música depende de que haya una semejanza entre ambas, aunque el intento provocó (en su oportunidad) críticas muy severas».
    «Lingüística» Τύπος: Castillo Ponce, Gonzalo [Καστίγιο Πόνθε, Γκονσάλο], «Consonancias y disonancias. Filosofía y música en el fin de milenio» [«Συμφωνίες και δυσαρμονίες. Φιλοσοφία και μουσική στο τέλος της χιλιετίας.»]. 2001.
    «Από τότε, η δυνατότητα μεταφοράς δομικών αναλογιών από τη γλωσσολογία στη μουσική εξαρτάται από την ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ τους, αν και η προσπάθεια προκάλεσε (εκείνη την εποχή) πολύ αυστηρή κριτική.»
     συνώνυμα: glotología

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

lingüística (es) θηλυκό