Μετάβαση στο περιεχόμενο

linguistique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
linguistique < linguiste

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɛ̃.ɡɥis.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
linguistique linguistiques

linguistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
linguistique linguistiques

linguistique (fr) θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]