lining
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
- lining < ύστερη (κληρονομημένο) μέση αγγλική lining < line (< λατινική linum (λινάρι) < ύστερα μεσοαγγλικά line ) + -ing. Συγγενής η line (γραμμή)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lining (en)
- εσωτερική επικάλυψη, επένδυση, φόδρα