Μετάβαση στο περιεχόμενο

linking

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

linking (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
linking linkings

linking (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

linking (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]