links
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
links (en)
- πληθυντικός του link
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
links (en)
- γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα του του ρήματος link
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
links (de)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
links (nl)