lipa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Lipa(1)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lipa < σλαβικά lipa (φλαμουριά)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlʲipa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lipa (pl)

  1. φλαμουριά
  2. αφέψημα που γίνεται από τα φύλλα της φλαμουριάς
  3. ψέμα
  4. κάτι κακής ποιότητας (ιδίως κάποιο κτίσμα)