liquidation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌlɪkwəˈdeɪʃən/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]liquidation (en)
- (νομικός όρος) η εκκαθάριση, η κατάσταση εμπορικού οργανισμού που διαλύθηκε
The store is having big discounts due to liquidation.
- Το κατάστημα έχει μεγάλες εκπτώσεις λόγω εκκαθάρισης.
- (οικονομία) η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων
liquidation of shares/real estate - ρευστοποίηση μετοχών/ακίνητης περιουσίας
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
liquidation | liquidations |
liquidation (fr) θηλυκό
- η εκκαθάριση
- η ρευστοποίηση χρημάτων
- η ξεπούλημα
- η εκποίηση