listen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας listen
γ΄ ενικό ενεστώτα listens
αόριστος listened
παθητική μετοχή listened
ενεργητική μετοχή listening

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɪs.ən/ & /ˈlɪs.n̩/ (βρετανικό)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

listen (en)

  1. (αμετάβατο) ακούω με προσοχή
    Listen to me! - Άκουσε με!
    συγκρίνετε με το hear
  2. (αμετάβατο) περιμένω να ακούσω
    I am listening for the whistle.
    Περιμένω να ακούσω το σφύριγμα.
  3. (αμετάβατο) ακούω τις οδηγίες
    You should listen to your parents.
    Πρέπει ν’ακούς τους γονείς σου.