literal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɪt(ə)ɹəl/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

literal (en)

  1. κυριολεκτικός
  2. κατά γράμμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
literal literals

literal (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • literal στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) JavaScript Strings. Πρόσβαση 2021-03-09.