lithophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lithophage < litho- + -phage

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /litɔfaʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lithophage lithophages

lithophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό