litter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
litter | litters |
litter (en)
- (μετρήσιμο) η γέννα, πλήθος μωρών ζώων που μια μητέρα γεννά την ίδια στιγμή
- ↪ ten little pigs in a litter - δέκα γουρουνάκια σε μια γέννα
- ↪ The dog had five puppies in one litter.
- H σκύλα έκανε πέντε σκυλάκια σε μία γέννα.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | litter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | litters |
αόριστος | littered |
παθητική μετοχή | littered |
ενεργητική μετοχή | littering |
litter (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- litter (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- litter (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 185, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: γέννα, στρώνω