liturgiquement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- liturgiquement < liturgie
Επίρρημα[επεξεργασία]
liturgiquement (fr)
- (σπάνιο) λειτουργικά, όπως στη λειτουργία (στη Θεία Ευχαριστία)