loĝebleco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝebleco | loĝeblecoj |
αιτιατική | loĝeblecon | loĝeblecojn |
loĝebleco (eo)
- mi trovis loĝeblecon por du personoj - βρήκα δυνατότητα παραμονής για δύο άτομα