localisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
localisation | localisations |
localisation (fr) θηλυκό
- ο εντοπισμός, η τοποθεσία