locateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | locateur | locateurs |
θηλυκό | locatrice | locatrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
locateur (fr)
- αυτός που ενοικιάζει κάτι, ο κάτοχός του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη louer