location
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
location (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
location | locations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
location (fr) θηλυκό
- η ενοικίαση
- (κατʼ επέκταση) κάτι που έχει ενοικιαστεί
- (κατʼ επέκταση) το γραφείο ενοικιάσεων